χαλώ

χαλώ
χαλῶ, -άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, -άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α
ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία
νεοελλ.-μσν.
1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι»)
2. καταστρέφω
3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α. «είν' ιερό προσκυνητάρι / και δε θέλει πατηθεί /...πάρεξ όταν χαλαστεί», Σολωμ.
β. «οἴκους λαμπροτάτους ἐχάλασαν», Νικ. Χων.)
νεοελλ.
1. καταναλώνω, ξοδεύω («χαλάει πολλά λεφτά»)
2. ανταλλάσσω νόμισμα με άλλα μικρότερα, ίσης συνολικής αξίας («χάλασέ μου ένα χιλιάρικο»)
3. διαφθείρω, εκφαυλίζω («τό χάλασε το παιδί κάνοντάς του όλα τα χατίρια»)
4. επιδεινώνω, χειροτερεύω
5. (ειδικά) (σχετικά με νεαρή γυναίκα) διακορεύω, ξεπαρθενεύω
6. (γενικά) ζημιώνω την ποιότητα, φθείρω («οι πολλές βροχές χάλασαν τα σπαρτά»)
7. φονεύω, σκοτώνω («τούς χάλασε ύπουλα ο Αλή πασάς»)
8. μτφ. α) ανατρέπω, ματαιώνω («τούς χάλασε τα σχέδια»)
β) εξανεμίζω («μού χάλασε το κέφι»)
9. (αμτβ.) α) φθείρομαι, αχρηστεύομαι («χάλασε η μηχανή»)
β) αλλοιώνομαι («χάλασε το φαγητό»)
γ) (για τον καιρό) επιδεινώνομαι και, ιδίως, συννεφιάζω («χάλασε ο καιρός»)
δ) (για πρόσ.) i) χάνω τη φρεσκάδα μου, μαραίνομαι, μαραζώνω («μετά τα σαράντα άρχισε να χαλάει»)
ii) μτφ. διαφθείρομαι («πάει, χάλασε κι αυτός»)
ε) (για συναισθηματικές καταστάσεις) μεταβάλλομαι προς το χειρότερο («χάλασε η διάθεσή μου»)
10. φρ. α) «χαλάει ο κόσμος» — γίνεται πολύς θόρυβος, υπάρχει μεγάλη αναστάτωση
β) «χαλάει τον κόσμο» — διαμαρτύρεται έντονα
γ) «δεν χάλασε και ο κόσμος» — λέγεται σε κάποιον, όταν υπερβάλλει για κάτι δυσάρεστο που συνέβη
δ) «τά χαλάω με κάποιον» — ψυχραίνομαι, διακόπτω τις σχέσεις μου με κάποιον, ιδίως τις ερωτικές
αρχ.
1. χαλαρώνω, ξετεντώνω
2. λύνω κάτι που είναι δεμένο κάπου («χαλᾷ κρεμαστὴν ἀρτάνην», Σοφ.)
3. ανοίγω με χαλάρωση τών ἀρμῶν («πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε», Αισχύλ.)
4. αφήνω να πέσει, ρίχνω («καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν», ΚΔ)
5. μτφ. α) (σχετικά με συναισθηματικές καταστάσεις) κατευνάζω, μετριάζω («ἀγνώμονα καὶ δυσπαραίτητον ἐπιθυμίαν ἀνιέντος ἀτρέμα καὶ χαλῶντος», Πλούτ.)
β) (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, αποδεσμεύω, γλυτώνω
6. (αμτβ.) α) γίνομαι χαλαρός, χαλαρώνω
β) ανοίγομαι («οί δ'... ὡς εἶδον τὰς πύλας χαλώσας εἰσπίπτουσι», Ξεν.)
γ) (με δοτ.) συγχωρώ
δ) (απολ.) υποχωρώ («τοῦ βασιλέως χαλῶντος καὶ παραλυόμενου πρὸς τὰ λεγόμενα», Διόδ.)
ε) κατευνάζομαι
στ) (για νοσηρή εκδήλωση) λαμβάνω ηπιότερη μορφή («ἡ θέρμη ἐχάλασεν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αρχαιότερος τ. τής οικογένειας λ. που έχει σχηματιστεί από το χαλῶ πρέπει να θεωρηθεί το απρμφ. αορ. χαλάσ(σ)αι, από όπου, υστερογενώς, οι τ. ενεστ. χαλῶ, χαλαίνω, καθώς και το θ. χαλασ- τών παρ. χάλασις, χάλασμα, χαλασμός, χαλαστήρια, χαλαστικός, χαλαστόν. Για τον σχηματισμό τού επιθ. χαλαρός, βλ. λ. χαλαρός. Ως α' συνθετικό, το ρ. απαντά με τις μορφές χαλί- (πρβλ. χαλί-φρων), χαλα- (πρβλ. χαλα-το-νῶ) και χαλαι- (πρβλ. χαλαί-πους), πρβλ. εξάλλου και τις μορφές ταλα-, ταλαι- από τη ρίζα τού τάλας*. Δυσερμήνευτη, τέλος, παραμένει η ετυμολόγηση τού ρ. Η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghē- «αφήνω, πηγαίνω, φεύγω» (βλ. και λ. χάζω), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *χαλός (< *gh∂-lo-s), δεν θεωρείται πιθανή, ενώ εξίσου αβέβαιη φαίνεται και η σύνδεση του με τα αρμ. xat «παιχνίδι», xatam «παίζω» και xatat «ειρηνικός», xatatem «ηρεμώ», παρά τη σημασιολογική συγγένεια τών τελευταίων τ. με την έννοια τού «χαλαρώνω, κατευνάζω». Το ρ. χαλῶ, από την αρχική του σημ. «χαλαρώνω, λύνω, γίνομαι χαλαρός», έλαβε ήδη στη Μεσαιωνική τη σημ. «καταστρέφω, επιφέρω βλάβη», με την οποία διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική, όπου έλαβε επί πλέον και πολλές ειδικότερες σημ., οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν με βάση τη γενική σημ. «καταστρέφω». Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται και ο τ. χαλνώ, σχηματισμένος από τον αόρ. εχάλασα, κατά το σχήμα επείνασα: πεινώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλώ — και χαλάω και χαλνώ και χαλνάω χάλασα, χαλάστηκα, χαλασμένος 1. προξενώ ζημιά, καταστρέφω: Το χάλασες το παιχνιδάκι του παιδιού. 2. ματαιώνω, κάνω χαλάστρα: Τους τα χάλασε τα σχέδια η αστυνομία. 3. κατεδαφίζω: Θα το χαλάσωτο παλιό σπίτι για να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλῶ — χαλάω Aër. pres imperat mp 2nd sg χαλάω Aër. pres subj act 1st sg (attic epic ionic) χαλάω Aër. pres ind act 1st sg (attic epic ionic) χαλάω Aër. fut ind act 1st sg (attic epic ionic) χαλάω Aër. imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεχτενίζω — χαλώ το χτένισμα κάποιου («μέ ξεχτένισε ο αέρας») …   Dictionary of Greek

  • μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… …   Dictionary of Greek

  • χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …   Dictionary of Greek

  • αποχαλώ — (I) κ. άω κ. χαλνώ, άω 1. χαλώ, καταστρέφω τελείως 2. καταστρέφομαι τελείως. (II) ἀποχαλῶ ( άω) (Α) χαλαρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • δακώ — ( άω) δαγκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εδάκασα, αόρ. τού δακάνω, κατά το σχήμα εγέλασα γελώ, εχάλασα χαλώ) …   Dictionary of Greek

  • εξαμβλώνω — (AM ἐξαμβλῶ, έω) [αμβλώ] προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή τού εμβρύου («σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.) 2. διαφθείρω, χαλώ («ποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῡται... δι… …   Dictionary of Greek

  • εξηλώνω — και ξηλώνω (AM ἐξηλῶ, όω) μσν. νεοελλ. (για ρούχα) κόβω τις ραφές και χωρίζω τα κομμάτια («ξηλώθηκε ό γιακάς») νεοελλ. μτφ. 1. απομακρύνω κάποιον από τη θέση που κατέχει και τόν μειώνω ηθικά 2. φθείρω, χαλώ 3. μέσ. ξηλώνομαι μού αποσπούν χρήματα… …   Dictionary of Greek

  • κακουργώ — (AM κακουργῶ, έω) [κακούργος] κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. μσν. (για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω αρχ. 1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”